- ἐναύσματα
- ἔναυσμαsparkneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
εναυσματοδόκη — και εναυσματοδόχη, η (πυροβ.) η θήκη τού εναύσματος κοντά ή μέσα σε γόμωση εκρηκτικής ύλης, το δοχείο όπου τοποθετούνται τα εναύσματα … Dictionary of Greek
σπινθηροειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με σπινθήρα 2. σπινθηροβόλος («ἐναύσματα σπινθηροειδῆ», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, ῆρος + ειδής*] … Dictionary of Greek
βροντώδη άλατα — Σειρά μεταλλικών αλάτων του βροντώδους οξέος (HON=C). Είναι γενικά εκρηκτικά σώματα (αποσυντίθενται απότομα με θέρμανση ή κρούση) και χρησιμοποιούνται ως εναύσματα σε ισχυρά εκρηκτικά. Από τα άλατα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος Βίτελσμπαχ — (Ludwig Wittelsbach). Όνομα τριών βασιλιάδων της Βαυαρίας. 1. Λ.Β. Α’ (1786 – 1868). Βασιλιάς της Βαυαρίας (1825 48) και πατέρας του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα. Γιος του βασιλιά Μαξιμιλιανού Α’, υπηρέτησε στον στρατό του Ναπολέοντα… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek